- σαγήνευση
- ησαγήνευμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαγήνευση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαγηνεύω, άσκηση γοητείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνεύω. Η λ., στον λόγιο τ. σαγήνευσις, μαρτυρείται από το 1888 στον Αντ. Φραβασίλη] … Dictionary of Greek
σαγηνεύσῃ — σαγηνεύω surround and take fish with a drag net aor subj mid 2nd sg σαγηνεύω surround and take fish with a drag net aor subj act 3rd sg σαγηνεύω surround and take fish with a drag net fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλξη — η (AM θέλξις) [θέλγω] γοητεία, σαγήνευση, τέρψη … Dictionary of Greek
σαγήνευμα — και σαγήνεμα, το Ν σαγήνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek